- όμπνη
- ὄμπνη, ἡ (Α)1. δημητριακός καρπός για τροφή2. στον πληθ. αἱ ὄμπναιπίτες από αλεύρι και μέλι, που προσφέρονταν σε θυσίες (α. «ὄμπναιπυροὶ μέλιτι πεφυραμένοι», Φώτ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «ὄμπνητροφή, ευδαιμονία».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *οp- «εργάζομαι, κατορθώνω, πλούτος, εισόδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. apnas- «κέρδος, εισόδημα, πλούτος, αφθονία», αβεστ. afnah-, αρχ. νορβ. efni «ύλη, εργαλείο», αγγλοσαξ. oefnam «ενεργώ, πραγματοποιώ, εκτελώ», λατ. ops «δύναμη», opus «έργο». Το έρρινο -μ- τής ελλ. λ. ὄ-μπνη οφείλεται σε προληπτική αφομοίωση προς το έρρινο (-ν) τής κατάληξης. Ο μτγν. τ. ὄμπη, αν δεν είναι εσφ., έχει προέλθει πιθ. με ανομοιωτική σίγηση τού -ν τής κατάληξης. Η σύνδεση τής λ. με το αφενος* «περιουσία, αφθονία αγαθών» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.