όμπνη

όμπνη
ὄμπνη, ἡ (Α)
1. δημητριακός καρπός για τροφή
2. στον πληθ. αἱ ὄμπναι
πίτες από αλεύρι και μέλι, που προσφέρονταν σε θυσίες (α. «ὄμπναι
πυροὶ μέλιτι πεφυραμένοι», Φώτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὄμπνη
τροφή, ευδαιμονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *οp- «εργάζομαι, κατορθώνω, πλούτος, εισόδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. apnas- «κέρδος, εισόδημα, πλούτος, αφθονία», αβεστ. afnah-, αρχ. νορβ. efni «ύλη, εργαλείο», αγγλοσαξ. oefnam «ενεργώ, πραγματοποιώ, εκτελώ», λατ. ops «δύναμη», opus «έργο». Το έρρινο -μ- τής ελλ. λ. -μπνη οφείλεται σε προληπτική αφομοίωση προς το έρρινο (-ν) τής κατάληξης. Ο μτγν. τ. ὄμπη, αν δεν είναι εσφ., έχει προέλθει πιθ. με ανομοιωτική σίγηση τού -ν τής κατάληξης. Η σύνδεση τής λ. με το αφενος* «περιουσία, αφθονία αγαθών» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὄμπνη — food fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνῃ — ὄμπνη food fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπναι — ὄμπνη food fem nom/voc pl ὄμπνᾱͅ , ὄμπνη food fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνης — ὄμπνη food fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ячмень — м., род. п. еня, прилаг. ячменный, ячный, ячневый, укр. ячмiнь – то же, русск. цслав. ячьмы, род. п. ячьмене κριθή, ячьмыкъ – то же, ст. слав. ѩчьнѣнъ (Зогр., Ассем., из *ɪѧчьмен ; см. Мейе, Et. 437), ѩчьнъ (Мар.) κρίθινος, сербск. цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ομπνεύω — ὀμπνεύω (Α) [όμπνη] (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνεύειν, αὔξειν» …   Dictionary of Greek

  • ομπνηρός — ὀμπνηρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνηρὸν ὕδωρ τρόφιμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* …   Dictionary of Greek

  • ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] …   Dictionary of Greek

  • όμπη — ὄμπη, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. όμπνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”